Το χρυσοποίκιλτο στέμμα με το εξάκτινο άστρο να λαμποκοπά, δέσμες φωτός ξεγλιστρούν και ενώνονται με την ίριδα αυτήν την ώρα της απόλυτης σκοτεινιάς και ψύχρας, την ώρα που ο ήλιος χλωμός αντικρίζει το τέλος του και το φεγγάρι ολόγιομο βαμμένο στο αίμα, ξεπροβάλλει για να μείνει καρφωμένο και αδύναμο στην άκρη του ορίζοντα, ασάλευτο και νεκρικό. Ο κόμης σπάει τα δεσμά του και αφηνιασμένος ξεχύνεται στα ερημωμένα μονοπάτια της δαιδαλώδους πολιτείας. Με μάτια θολά, πορφυρά διαμάντια ακατέργαστα από τον αιώνων τη λήθη, αναζητά τα σημάδια της θλίψης. Μαυροντυμένος φονιάς που εκστασιάζεται στο άκουσμα του νεκρικού ήχου καθώς αποσπά τις ψυχές των αδίκων.
Ο γιος του δράκου, ο κριτής της ζωής μας. Ο γιος του Άδη, τον φοβάται ο θάνατος.
Απέθαντο αερικό, τραγική φιγούρα στο μικρόκοσμο των ψευδαισθήσεων, ανάγλυφα αποτυπωμένη στις μνήμες του τρόμου μας. Καθώς προχωρά ο μανδύας του σέρνεται στα πλακόστρωτα σοκάκια και απόκοσμοι ήχοι, ψαλμωδίες κερασφόρων αγγέλων δονούν την ατμόσφαιρα καλώντας τα θύματα στο τρομερό φαγοπότι.
Σπονδή αίματος στον αφέντη της ψυχής μας. Φιλί του Ιούδα στο λυτρωτή μας.
Η νύχτα κυλά, το πλήθος πληθαίνει και υπνωτισμένο οδηγείτε στο Γολγοθά προς τη σταύρωση. Είναι δέσμιο του αρχέγονου, μαγεμένο από τις οσμές του άοσμου και απ’ τις ωδές του παράλογου. Κοπάδι αρνίων προς το θυσιαστήριο των ψυχών. Ο κόμης χαράζει το δρόμο στο σκοτάδι προς το ναό του και η αγέλη ακολουθεί και στέκεται μπρος τον άμβωνα. Η ώρα της κρίσης... Οι ψυχές των αγνών ξεμακραίνουν και χάνονται. Οι ψυχές των πολλών παραμένουν στα τοπικά ονείρατα του Μορφέως, κραδαίνοντας σπαθιά και εκστομίζοντας αλαλαγμούς μίσους και ύβρεων. Ο κόμης γελά και μια βουή από τα έγκατα της μάνας γης διαπερνά τα κορμιά των απίστων που σωπαίνουν απότομα. Παγωμένοι και ανήμποροι. Κύματα ρίγους , ηλεκτρικές εκκενώσεις, ταλαντεύουν τη σκέψη τους, ξυπνούν, επανέρχονται με άσπονδο φίλο το φόβο, αλυσοδεμένοι στο παρόν χωρίς παρελθόν και μέλλον. Είναι εγκλωβισμένοι στα στενά δεσμά της μικροπρέπειας, του απολεσμένου ιδανικού, του αλλοτριωμένου εγώ. Την ύστατη ώρα προσφέρουν ανταλλάγματα. Τι να πουλήσουν όμως; την πουλημένη ψυχή τους; Μετέωροι, ανέκφραστα μελαγχολικοί αντικρίζουν τη γύμνια τους, την αλήθεια. Ο κόμης συνεχίζει να γελά. Το σαρδόνιο γέλιο του κατασπαράζει τα σωθικά τους. Τρέμουν…! Η ώρα περνά αργά, βασανιστικά. Λίγο πριν ο αλέκτωρ λαλήσει προμηνύοντας το φως, συγχρονισμένα τα αρνία τρυπούν την καρδιά τους και μια σταγόνα από αίμα κυλά. Ο κόμης ξεδιψά. Ξάφνου τυλίγεται στη μακριά μαύρη κάπα του, τους περιφρονεί. Οι ύμνοι του τραγοπόδαρου Πάνα τον συνοδεύουν καθώς χάνεται στο λυκόφως. Θα ξαναρθεί…
Σπονδή αίματος στον αφέντη της ψυχής μας. Είναι ο γιος του δράκου, ο κριτής της ζωής μας.
Σιγάλας Μακάριος
από την ποιητική συλλογή "Εις πεδίον Άλφα Κενταύρου" και το συλλογικό έργο "Ονειρα των Μύθων."
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου