Πέμπτη, Νοεμβρίου 07, 2019

Μαβιά φιλιά



Βαθιά πνοή, νοτισμένες με χρόνιο πόνο, 
ανάσες βαριές, ξεραίνουν το δείλι.
Ήχος βραχνός, τελετάρχης σε σιγή νεκρική,
σπαράζει θλιμμένα,
μοιρολόγια του άδηλου πόθου,
για μια γλυκιά ευωδία γιασεμιού 
που κρυσταλλώθηκε στα χαμερπή πεδία 
ενός φρικτού κολαστηρίου ευχών,
ανικανοποίητων ονειρώξεων.
Σαν από σκίτσο μουτζουρωμένο…
θύμησες κάποιας παράξενης κοπέλας,
ένα καντήλι χλωμό, τρεμίζει… 
ιαχές των ερωτών…

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 15, 2019

Άλφα Κενταύρου



Τίναξε η σκέψη της λύρας
τα κουρδίσματα τα μελωδικά
και πιάστηκε να μαλώνει
με τα φαρμάκια του έρωτα,
τα γλυκοστάλακτα.
Πα σε βωμούς πυρακτωμένους
σιγοκαίει το νυχτολούλουδο
και ευωδιάζει στ' άκουσμα
της ηδονικής φωνής της Αφροδίτης
που τα αιθέρια λόγια της
κρατάνε το ρυθμό
και ψάλλουν αηδόνια,
της Αρμονίας οι κοπέλες οι ροδοδάκτυλες.
Στης Ανδρομέδας τα περάσματα,
εκεί που πλάθονται τα παραμύθια τα μεθυστικά
και μοσχοβολούν οι ψυχές από τον πόθο
για μελλούμενους καιρούς ανέμελους.
Εκεί που ο τοξοβόλος σαν άνεμος
χυμάει φυσομανώντας,
λυγάει τις ιτιές και τις βελανιδιές
τις σέρνει σε χορό,
με το μαγευτικό τραγούδι του.
Λάμπει η σελήνη η χρυσοφώτεινη
και αρπάζει το λαούτο
για να μοιράσει βάσανα,
στα αλμυρά πελάγη και στις χώρες

Δευτέρα, Ιουνίου 03, 2019

Ο νεκροθάφτης

Αποτέλεσμα εικόνας για νεκροθαφτης

Βράδυ σεληνιασμένο, Αυγουστιάτικο, 
εικοσιτεσσάρων φιλιών οι χτύποι,
νανουρίσματα της ακριβής μα νοθευμένης ελπίδας
που παραστράτησε και σε έφερε εδώ… 
ταπεινωμένο και ανήμπορο,
εσύ ο γητευτής να κιαλάρεις το Δράκοντα με μάτι θολό.
Του περυσινού καλοκαιριού οι κόγχες μας φίλεψαν κερί και μέλι
αγαπημένη κόρη της Αθανασίας
 ή μήπως κεντρί και ανάθεμα?
Τι να σου λέω κατοπινά, 
αλάργεψε ο καιρός και αφάνισε τη ζέση
από τα σωθικά της μάνας, στέρφες αγκαλιές.
Άστρα πύρινα τα μάτια της αλλοπαρμένης, 
σκοτίζονται μες την αθέατη πλευρά
του ψυχεδελικού ατοπήματος
 αλλότριων χαμερπών ανοσιολογημάτων
που κείτονται ναυαγισμένα στην ξέρα της άδηλης ακολασίας
του επαίτη λόγου, του εξομολογητή.
Κακούργα απάρνηση, απάτη φάλτση, σαστισμένη λήθη
που κυοφορείς τα βλοσυρά και ανώφελα λογύδρια  των φαύλων
 και το γέλωτα των ερπαιόντων και των σαχλών,
κουτσών βλαστών ανάδυση σε αποξηραμένο πέλμα,
στήμονες αλαφροΐσκιωτων μνηστήρων.
Δακρυσμένη η ιτιά, θαρρώ πως λάθεψα, να ‘ταν βελανιδιά για συκαμιά,