Χρυσοκόκκινο θαμπό, άχνες θανάτου
το ηλιοβασίλεμα απόψε,
μέσα στη δίνη του ολέθρου
της μανιασμένης ψυχής μου
τη νιρβάνα αναζητώ να μεθύσω
από το νέκταρ του άπειρου.
Κοινωνός στο φως και στο σκοτάδι,
στο άσπρο και το μαύρο,
στο γκριζοπράσινο των ματιών σου.
Ασάλευτη, σχεδόν νεκρική,
η φιγούρα σου επαναλαμβάνεται,
σπασμένος καθρέπτης
στα μάτια μου μέσα, πονάω…
Αφουγκράσου τη σιωπή,
μπαρουτοκαπνισμένος νοτιάς
ζεματά με μένος την πληγή,
δάκρυ και ιδρώτας καυτός,
το αίμα παλεύει το αλάτι.
Άνθρωποι γύρω πολλοί,
άγνωστες φάτσες, αχός βαρύς,
το τύμπανο δονείται, θα σπάσει.
Σκάστε ρε…
Ευτυχισμένος ο μωρός,
αδυνατεί να νιώσει το τέλμα,
την ωδή για το τέλος του κόσμου.
Πιόνια…
Το κατεστημένο μας οδηγεί.
Αγέλες αμνών, τα πλήθη αναζητούν την ελπίδα.
Μάταιο…
Άκαρπη η προσπάθεια να με γνωρίσω…
Κορμί παγωμένο του εαυτού μου το άλλο μισό.
Καντήλι χλωμό τρεμοπαίζει στο στήθος μου μέσα,
το λάδι σώνεται, θα σβήσει…
Ο αυλός αλυχτά και μια οσμή από τα έγκατα της ύπαρξης,
διαπερνά το ναό σου που πάλλεται,
ηλεκτρικό φορτίο σαρώνει με ορμή
εκείνους που ελπίζουν, που νιώθουν πως ζουν…
Ζωντανοί νεκροί οι τυμβωρύχοι του σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου