Ίαμβος σκωπτικός της ύπαρξης,
ο ατελεύτητος,
στυφός συνάμα και άφωτος,
δρόμος του πένθους,
στιγματισμένο το είναι μου
ψυχορραγεί.
Μεσονυχτίς της νηνεμίας την ηχώ αποζητώ,
κιθαρίσματα του στοχασμού ωχρά,
απόκοσμα,
αντιφεγγίζουν θλίψη
και ανθούν οι δαίμονες.
Γύμνωσε πένθιμο το κέδρο,
διάφεγγο, ξερό,
χλωμή μετουσίωση του ίσκιου μου,
σε θάνατο πεζό, ατελέσφορο,
ο γητευτής των κρίνων.
Πυρόχρωμη και υποβλητική,
μελωδία και ρίγη,
να μεταλάβω στάλες,
ροδάνθη μυρωδικά και ηδονικά
αναβρύζουν ευωδία,
ξορκίζουν χίμαιρες.
Ο εφιάλτης σκυθρωπός,
γλύπτης αποκρισάτορας,
της νοσταλγίας ο οιωνός,
του αρχέτυπου ο μάγιστρος,
της λησμοσύνης ρέμβη,
σκουριά και αρμύρα τα όνειρα μου.
Αναλαμπή ζωής,
πνιγμός από αρώματα οι οσμές σου,
θαλασσοκόρη του αφρού…
μα εσύ ποθείς απόκριση
από φως αρρωστημένο.
Χλωμά καντήλια ταφικά
η απολίθωση του γράφοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου