Σάββατο, Σεπτεμβρίου 05, 2015
Όσοι φονεύθηκαν νωρίς…
Στο μικρό
τραπεζάκι της αυλής των μυστηρίων,
καθισμένα
ορφανά παραπαίδια της φτωχολογιάς
σε
συμπόσιο λυγμών μεθούν με αίμα, σκλάβοι ολέθρου.
Γεύση
αλμυρή, μαρτυρική, στα χείλη των μελλοθάνατων,
δεν
ξεδιψά ο Άδης με μύριες ψυχές, ξεμέθυστος μένει.
Σπονδές
ανομίας, αντιφεγγίσματα μοναξιάς ψυχών ερειπωμένων
που
περιμένουν αιώνες ράθυμα κάποιο θάμα, σε λευκά κελιά.
Μάχες
μύριες, βέλη φωτιάς σε σπίτια Θεριά, ερημωμένα,
σκορπίζουν
τα δώρα του ελέους, μα οι πόρτες κλειστές.
Στων
φανερωμένων αβύσσων τον νόστο κατρακυλούν
λούζουν
με αγιόκλημα τους καταρράκτες της σκέψης
να
λυτρωθούν απ’ την αβάσταχτη ζέση της καύσης οστών .
Η σιωπή
αντιλαλεί στα κρυφά μυστικά περάσματα,
άγρυπνος
πληγή, εναρκτήριος ωδή ολέθρου
σκληραγωγημένων
δαιμόνων, απόηχοι κυμβάλου βακχικού,
γιγαντώνουν
της καρδιάς τους τον πυρρίχιο ρυθμό,
τυμπανοκρουσίες
θεών, αβασίλευτων σκεπτομορφών.
Κινηματογραφικές
σκηνές ακάθαρτων θυσιαστήριων
βίαια
εντυπωμένες, φρικιαστικές, σκληρές λεπίδες ατσαλιού ,
δίχως
τύψεις οι ερεβώδεις πράξεις, πηχτό σκοτάδι.
Σμήνη
σπιτοχελίδονα, δεν φτάσαν ποτέ την Άνοιξη,
υμνώντας
τη συνουσία χρωμάτων και αρωμάτων,
να φέρουν
μαντάτα καλορίζικα, ανθοστολισμένα.
Οι
μυρωδιές άδηλες θύμησες, γυμνωμένες, ο χρόνος λίγος,
λαχτάρες
που ξετρύπησαν της γέννας τον ασκό.
Παπαρούνες
που άσπλαχνα κόπηκαν νωρίς,
προτού
στεριώσουν, προτού μεστώσει ο βλαστός
και η
φαιά αχνάδα μοιράσει αχτίδες ηλιόλαμπρες .
Μάνα δεν
γνώρισαν, σμίξαν με τα άστρα του χαμού,
πατέρας
από γεννησιμιού η απέθαντη πείνα του
λαού.
Πλήθη
πολλά, ποτάμια αλόγιστα θερισμένων ζωών
πλημμυρίζουν
τον τόπο μύρο, δοξολογώντας το Αέναο Φως,
ζητάν
συγχώρεση για τον πατρικό φόνο που γεύτηκαν.
Φευγαλέα
διαγράφει η κατάρα μιαν όψη απατηλή,
αποτυπώνει
πελάγη σκοτεινά, δονείται μες το θάνατο
καθώς το
κλάμα ενός αγέννητου μωρού.
Σιγάλας Μακάριος
από την ποιητική συλλογή Νέμεσις
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου