Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2016

Νέμεσις



Γύρευες φωτιές και ξαναμμένες χρυσαλλίδες,
αδίστακτα  λοξοδρομούσες 
απ΄ του πηγαίου φωτός το ολάνθιστο στεφάνωμα
και έτρεχες, χανόσουν στης παραζάλης τις ώριμες γητειές
και στα αντηλαρίσματα τα μυστικά,
που ιριδίζουν γεύσεις γυμνές,
μέλι και γλυκό κυδώνι.
Λοξοδρομούσες παλμικά στης μνήμης τα δώματα 
με μια κόκκινη κλωστή δεμένη στον αντίχειρα,
κάνοντας κύκλους και δίνοντας προστάγματα,
ανατριχιάσματα στης ραχοκοκαλιάς την οξεία συναίσθηση,
πλέκουνε τα άστρα στόλισμα και στο κρεμούν στο στέρνο.
Αυτή την ώρα που πλανήθηκε ο λογισμός
οι μοίρες κοντοστάθηκαν βουβές
σε ντύσαν άμοιρε με του αποχωρισμού την σκοτεινιά
προσφέροντας απλόχερα διέξοδο.
Σε πήρε η ώρα και ο κατήφορος
να προσμετράς τους φταίχτες ,
θύματα και θύτες μιας γενιάς άνευρης ,
ασθενικής, αλαφιασμένης, ασθμαίνουν τα όνειρα…
Φυσάει η λατέρνα θαύματα
και σπέρνει τρικυμίες
λυγμοί ενός μαγεμένου αυλού,
σε ξαγρυπνούν με του αποχωρισμού την καντάδα
και με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο,
να επαναλαμβάνεις ότι σου μάθαν στο σχολειό
και ότι δεν σου μαθε η ζωή.
Παραπατάς, στα χαμηλά ξεπέφτεις…
σαν σε παραίσθηση ναρκωμένη η οδύνη
καθρεπτίζει αγκάθια και βλοσυρά καρφιά.
Μάτια φωτιές τα λυτρωμένα πάθη,
ύμνος στην Αριάδνη ο ταπεινωμένος πόνος
έσμιξε το αίμα με το φιλί
γεννήθηκε η Νέμεσις 
παιδί του Ολέθρου.
Θρήνος, λυγμός, στάχτη, έρωτας…
Σέρνεις  χορό ιερατείου Δελφικού,
απόκοσμα ρεμβάζεις σε υπόγεια σπήλαια ,
που στάζουν ίλιγγο και πέτρα.
Πλήγιασε η παλάμη, μα πιότερο η καρδιά,
να κλώθει κύκλους,
μια στη βροχή,
μια στο αγιάζι,
μια στον ήλιο
και μια στου άνεμου τα λικνίσματα.
Νύχτα η Πούλια σε οδηγεί σε σκούρα ακρογιάλια,
γυρεύουν εκδίκηση οι Αργείοι
για τον κακό χαμό
και τις πληγές της πλάνης,
με δώρα σπαθιά αχειροποίητα
που λούζουν θάνατο.
Γέρασε ο στοχασμός να αδημονεί
κι αρχίνισες να τριγυρνάς με σώμα ξένο,
σε πορφυρά γιοφύρια
και σε μενεξεδί κελιά,
στο ροδανθή του πλάστη κουρνιάζει ο νους,
σπατάλη ευχών
και ο στοχασμός αγνώμων.
Στον ίσκιο της σελήνης μια ξεχασμένη αυγή
ξαποσταίνει μυρωμένη χρώματα,
μετρά  τις πινελιές ενός Πικάσο
που δεν χωρά στου μετρημένου σου μυαλού
τον όγκο επί δύο.



Σιγάλας Μακάριος
από την ποιητική συλλογή Νέμεσις

Related Posts :



Δεν υπάρχουν σχόλια: