Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

Το πανωφόρι της μοίρας…












Ι
Μαύρος κουρσάρος ο έρωτας
φώλιασε στην καρδιά σου,
αυγής λουλούδι η σκέψη σου,
ταξίδια τα όνειρα σου.
Ευωδιάζουν γιασεμί
τα πέλαα των ματιών σου,
μοσχανθισμένο σύννεφο
το χάδι των φιλιών σου.
Μύρο να ραίνει την πληγή,
μια οπτασία εξωτική,
γλυκό νανούρισμα αγγέλων,
λάμψη αργυρή, ερωτική.
Το δείλι στέκει αιμάτινο,
να σε κερνά αμβροσία,
σε ένα αγριάγκαθο κλείεται
του κόσμου η σοφία.
Αντίδωρα αγάπης λάγνα
τα άδηλα θέλω των νεκρών…
νεκροί από έρωτα, υψώστε,
μαλαματένια χεριά,
ικέτες δόξας των φιλιών...

ΙΙ

«Μέσα στο σύννεφο
της άγονης ανάδευσης,
των ανέγγιχτων παθών
το μύρο αναζητώ,
σε ένα ανέμισμα
του νου μου ταξιδεύω,

σε σβησμένα μονοπάτια
αφιλόξενων καιρών,
να σε δω…»
Πόρνη ελπίδα
και κατάρα της ψυχής,
αναδύεις το θυμό της ηδονής
σα σε ληστεύουν…
Μέσα στο όνειρο,
του πυρ της κοινωνός,
αγναντεύεις του κορμιού της
τον ατέλειωτο ουρανό,
στο ημίφως…
«Αλκυόνη
που τη θέρμη αναζητά,
στου ατσάλινου χειμώνα το χιονιά,
πως να σε αγγίξω…»
Στο ανέφικτο του όρκου
για ένα κόσμο ιδανικό,
ψαλμωδία ιεροφάντη
στο υπέρτατο καλό,
το βελούδινο άγγιγμα της,
αρχέγονου φωτός πλημμύρισμα,
πως να ξεχάσεις…
Αλησμόνητη ομορφιά,
ζωγραφιάς μια πινελιά
είναι τα λόγια,
ριζωμένα στο ασυνείδητο βαθιά,
πληγώνουν,
μα η αλήθεια που πονά
σε δυναμώνει…
Φτερουγίζει
στης ευχής σου τη σιωπή,
μια μέθη από γλυκόξινο κρασί
αυτό που μένει…
να νιώθεις...
να ζεις…



ΙΙΙ

Σε δερβίσηδων χορό
σα θύμα αφήνεσαι…
Άμορφη μάζα η ζωή,
μια αυταπάτη γλυκόξινη
και λίγο πικρή.
Στα άϋλα μονοπάτια της σκέψης
χάνεσαι,
προσπαθείς να αναπνεύσεις,
να νιώσεις πως ζεις,
μα πνίγεσαι…
Ζεις για να ζεις,
ζεις για να υπάρχεις,
ζεις γιατί γεννήθηκες,
ζεις γιατί έτυχε,
να ζεις…
Προσπαθείς να σταθείς,
σκοντάφτεις και πέφτεις.
«Στου παραλόγου τα γιατί
σε αναζητώ ζωή…»
Μάτια μελένια σε ταξιδεύουν,
στην άκρη του κόσμου,
μα ξάφνου σε εγκαταλείπουν
όπως και αυτή.
Σφραγίδα φιλί
από της θλίψης τα χείλη,
της νιρβάνας σου τα θέλω,
ουτοπία ηδονική.
«Πόλεμος με το αδύνατο,
με την ίδια τη φύση,
δηλαδή εμένα και εσένα,
ζωή...»


ΙV

Στάλες ζωής
το ολάνθιστο φιλί της
σε  λυτρώνει…
θερίζει πόθο αρμυρό,
λικνίζει το κορμί σου
στα πέλαγα του έρωτα,
να ξαποσταίνει εκστατικό
στη λήθη του καιρού.
Ματώνουνε τα όνειρα,
τα θέλω και τα πρέπει,
άυλο πέπλο αμόλυντο
το δάκρυ του ουρανού.
Πνιγμένος μες τα αρώματα,
η μέθη απ΄ την πνοή της,
σε σεργιανά αδιάκοπα
στου κόσμου τα σοκάκια,
στις ακροθαλασσιές…
Πόσα προδίδουν μυστικά
τα νέφη των ματιών της…
εικόνες απ΄ το τίποτα,
γεύσεις από το όλο…
αρπίσματα του άνεμου
στις άκρες των βλεφάρων της,
οι αλήθειες που σωπαίνουνε,
μα ολότελα σε καίνε...
Η ηχώ από το γέλιο της,
άδηλη προσευχή σου,
μάταιο να ελπίζεις πια,
δε σώζεται η ψυχή σου…


V

Ανελέητα ηδονικό
της μέθης το στυφό φιλί,
καρτερική η προσμονή,
μια αγκαλιά από όνειρα,
γυμνές ματιές, καθάριες,
που μαρτυρούν αγάπη,
γυμνά κορμιά ακάθαρτα,
ύμνοι και ωδές στον πόθο,
αναζητιούνται συνεχώς
με κόπο και με πόνο.
Αγγίγματα ζωής
μες τα σκοτάδια
του ουρανού,
ανακυκλώνουν θύελλες,
ταξίδια της ψυχής τους,
το πρόσωπο του Φεγγαριού
μάρτυς οιωνοσκόπος,
ο παφλασμός του κύματος
να τους ραντίζει αρμύρα,
για τη μοναχική καρδιά,
υπάρχει η άλλη πάντα.
Φάρος πυρρόχρωμος καυτός
τα μάτια της το δείλι,
 μοιρολογώντας ντύνεσαι
της μοίρας πανωφόρι,
εικόνα που προβάλλεται
και ζει στα δάκρυα σου,
ανάσα που ξεφύσησε
αρώματα και δώρα,
αδιόρατα παράξενο
να βρίσκεται μακριά ...

VI

Ανατολίτικοι χοροί, λάγνοι,
ορχηστρικά ηχοχρώματα
στη μέθεξη του έρωτα
με τα φιλιά του πόθου,
είναι οι στιγμές που γεύεσαι
ηδονική αυταπάτη,
μονάχα στα όνειρα σου
εκεί ν’ αναζητάς,
μα δε την βρίσκεις…
Μια χίμαιρα σε πλάνεψε
και όλο σε ταξιδεύει,
στολίζει ρόδα την καρδιά
και ανεμώνες φέρνει,
δυο κόκκινα γαρύφαλλα
σύντροφοι πόνου αδελφικοί
μέσα στη μοναξιά σου
δακρύζουν και μαραίνονται
όταν μιλάς για κείνη…
Τα μάτια μαύρες θάλασσες,
ποτίζουν κύμα αλμυρό
τα ξεφτισμένα θέλω σου
και εσύ σαν κλειδοκράτορας
στη φυλακή της λήθης,
ψέλνεις τραγούδια του έρωτα
απ’την πηγή του ολέθρου,
να αναστηθούν νεράιδες
να μεταλάβει ελπίδα…
«Ποιος ξέρει κάπου κάποτε
ίσως ξαναϊδωθούμε…»


VII

Αυλή με ηλιοτρόπια,
κήπος με μαύρα κρίνα,
στο δράμα αυτού του δειλινού
η σκιά σου αποκοιμιέται.
Μιλούν βουβά οι δαίμονες,
κεντούνε την ψυχή σου,
το φλογερό το σούρουπο
φιλί που ηλεκτρίζει…
σου απαντά η σιωπή,
της θλίψης παραπαίδι,
της μοίρας δάκρυ,
κεραυνός,
σε ολάνθιστο λιβάδι.
Μύρα επτά,
σταγόνες τρεις,
ένα κρυφό της χάδι,
αρώματα και χρώματα,
μελωδικά, άπρεπα αναβρύζουν.
Λόγια αλμυρά, αξομολόγητα
κραυγές αλαργινές,
λευκό μετάξι ανόσιο
ο ίλιγγος του θέλω.
Μες την αγκάλη του ουρανού
γέρνεις και ξαποσταίνεις,
υδάτινα, αόρατα,
κατοπτρισμένα πρέπει.
Σε αυτό το λάθος του καιρού
γυμνή ορμή σε πνίγει,
θρήνος υγρός,
ματόκλαδα που μοιάζουν
με φεγγάρια,
αιμάτινα και ανίερα
που σε κερνούν αγάπη…


VIII

Στην ανεμότρατα του χρόνου
η πνοή ταξιδεύει, χάνεται…
Σ’ ένα ανέμισμα του πόνου,
το κορμί ζωντανεύει, πάλλεται.
«Ταξιδιάρα ψυχή
σαν πετάς λυτρώνομαι…
μακρινό το φιλί,
σαν ψέμα σε αγγίζω…»
Μια στιγμή
πριν τα μάτια σου κλείσουν,
βαθειά αναπνοή
και οι αναμνήσεις δακρύζουν.
Σκόνη στο άνεμο οι χαρές…
ζωή δίχως ζωή…
Κραυγή το όνομα της
στα χείλη.
Σαν κοιτάς τον καθρέπτη,
πρόσωπα θαμπά οι φόβοι,
εθελοντές αιμοδότες θανάτου…
Ονειρέψου…
μέχρι τα όνειρα σου να γίνουν όνειρα.
«Σπρώξε με στη βάρκα
τις καρδιάς σου,
ο ποταμός είναι βαθύς
πνίγομαι…
Αγκάλιασε με …»
Τα μονοπάτια του έρωτα δύσβατα
και η αγάπη πονά …
Αλήθεια, η αγάπη πονά...
Είναι αλήθεια,
η αγάπη πληγώνει…
τώρα ξέρεις…


ΙΧ

Είναι ασαφές το νόημα,
μοιάζει ναυάγιο
σε απύθμενο πέλαγο…
Η λάμψη της τόσο μοιραία…
κι η ματιά της…
το φως των οριζόντων.
Θυμίζει βροχή σε άγονη έρημο,
μυρίζει δροσιά
στης μέρας το ξύπνημα,
όλα θυμίζουν άνοιξη,
την πρώτη χαρά,
τραγούδια απαλά,
θυμίζουν εκείνη…
και εσύ… να κλαίς.
Μόνος.
Ο πόνος, δάκρυ που στάζει στο πάτωμα,
η χαρά, που ναι η χαρά…
έγινε σύννεφο,
ψυχρό αεράκι που φύσηξε…
κι έφυγε…
 Γιατί;
Έτσι είναι η αγάπη.
Μένεις…
σε τέσσερις τοίχους κλεισμένος
να μετράς την αγάπη.
Τα όρια ψυχρά,
κεντούν την καρδιά,
η φλόγα πάει να σβήσει…
Λόγια τρυπούν
την κάθε σου σκέψη,
στο φως του κεριού
τα πάντα μοιάζουν ανώφελα.
Ο Ίσκιος σου γέρνει,
πλατάνι που πρόωρα γέρασε.
Στη μέθη της νύχτας,
μόνος σου φίλος ο πόνος.
Η ελπίδα, σταγόνα
στην άκρη του φύλλου,
γυμνός ξενυχτάς,
αγγίζεις τα άδυτα.
Τα μάτια σου αίμα,
φωτίζουν της νύχτας τον έβενο.
Σκοτάδι σε κάθε σου βήμα,
παγωμένος και ανήμπορος.
Σπασμένη κορνίζα
η ζωγραφιά της,
και εσύ να κοιτάς
με βλέμμα χαμένο
στο άπειρο.
Έξω χιονίζει,
χειμώνας στη σκέψη,
στην καρδιά.
Του ανέμου ο ήχος
θυμίζει τραγούδι που αγάπησες.
Το αγκάθι δε λέει να φύγει.
Νυστέρια χαράζουν το κρύο σου σώμα,
τατού να θυμίζει
μιας νύχτας τον όλεθρο.
Στο δρόμο σκορπιοί
ψαλιδίζουν τα χνάρια που άφησες,
φίδια κρυμμένα στη λάσπη
σου στήνουν ενέδρα.
Ένα σημάδι μονάχα
να μένει ενθύμιο,
ειν’ της αγάπης το χρώμα
καθώς ξεθωριάζει…
Σιωπή…


X

Σιωπή…
Ένα λουλούδι άνθισε
και το φεγγάρι δάκρυσε,
και από το δάκρυ το καυτό,
πλημμύρισε το σ’ αγαπώ…
με αρώματα.
Ένα φιλί, σκιερό κορμί,
αγάπη νόθη, φυλακή,
ψυχή με σάβανο κλειστή.
 Σιωπή…
«Αγάπη μου παντοτινή,
πιες της καρδιάς μου το κρασί,
μέθα, τραγούδα, ανάσανε,
σκύψε προσκύνα το φιλί,
μετάλαβε απ’ την πληγή,
δες τη μορφή μου στο γυαλί,
σπασ’ τα δεσμά απ’τη φυλακή,
γίνε πνοή, γίνε ζωή,
τραγούδα μου μια προσευχή
και σώσε με…»
Σιωπή…
μύριες εικόνες η σιωπή…
βράδυ Σαββάτου,
μελαγχολική αγκαλιά
του σήμερα.
Ένα δάκρυ κυλά.
Τέρμα ζωής ανόθευτης,
αυθεντικής.
Είδωλα θολά ,
τρεμοπαίζουν εικόνες.
Τα λόγια βουβά, ξένα.
Αλλάζει η ρότα
στο ταξίδι της ψυχής.
Τα όνειρα νιφάδα χιονιού
στην ξέρα του κόσμου.
Της νιότης η όψη
απατηλή ζωγραφιά.
Η πίκρα και ο πόνος
αδέλφια ξανθά.
Πολεμιστές να λεν
γιατί πολεμήσαν.
Τις νύχτες που κλαις,
έλα κοντά.
Το τέλος τραγούδι
στην άρπα του αγέρα.
Σιωπή…
Μελωδία αισθήσεων
στις αστροφεγγιάς
το ανεπαίσθητο άγγιγμα.






Σιγάλας Μακάριος


από την ποιητική συλλογή Νέμεσις

Related Posts :



Δεν υπάρχουν σχόλια: